jeopardize
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | jeopardize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jeopardizes |
αόριστος | jeopardized |
παθητική μετοχή | jeopardized |
ενεργητική μετοχή | jeopardizing |
Ρήμα επεξεργασία
jeopardize (en) (αμερικανική γραφή)
- (επίσημο) διακινδυνεύω, θέτω σε κίνδυνο