javelot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- javelot < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
javelot | javelots |
javelot (fr) αρσενικό
- το ακόντιο, το δόρυ
- lancer de javelot - ακοντισμός
- lanceur de javelot - ακοντιστής