Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

jadalnia < jadać (jeść)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

jadalnia (pl) θηλυκό

  1. η τραπεζαρία
    • το δωμάτιο
    • το σύνολο επίπλων