Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

issant, μετοχή του ρήματος της αρχαίας γαλλικής issir > issu

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /isɑ̃/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό issant issants
θηλυκό issante issantes

issant (fr)

Συνώνυμα επεξεργασία