Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας irritate
γ΄ ενικό ενεστώτα irritates
αόριστος irritated
παθητική μετοχή irritated
ενεργητική μετοχή irritating

  Ρήμα επεξεργασία

irritate (en)

  1. ερεθίζω (προκαλώ θυμό)
  2. ερεθίζω (προκαλώ ερεθισμό σε έναν οργανισμό)