Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

irritable (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
irritable irritables

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ʁi.tabl/

  Επίθετο επεξεργασία

irritable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία