irrelevant
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | irrelevant |
συγκριτικός | more irrelevant |
υπερθετικός | most irrelevant |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
irrelevant (en)
- άσχετος, ασήμαντος, μη συνδεόμενος με κάτι άλλο
- ↪ What you’re saying is irrelevant to the topic.
- Ό,τι λες είναι άσχετο προς το θέμα.
- ↪ irrelevant details - ασήμαντες λεπτομέρειες
- ↪ What you’re saying is irrelevant to the topic.