irascible
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- irascible < (διαχρονικό δάνειο) μέση αγγλική irascible (14ος αιώνας) < παλαιά γαλλική irascible < υστερολατινική irascibilis < λατινική irascor < ira (οργή, θυμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪ.ˈɹæs.ɪ.bəl/
Επίθετο επεξεργασία
irascible (en)
Πηγές επεξεργασία
- irascible - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- irascible - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
irascible | irascibles |
Ετυμολογία επεξεργασία
- irascible < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική irascible (12ος αιώνας, περίπου το 1175) < υστερολατινική irascibilis < λατινική irascor < ira (οργή, θυμός)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
irascible (fr)
Πηγές επεξεργασία
- irascible - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- irascible < υστερολατινική irascibilis
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ɾas.ˈθi.β̞le/ (Ισπανία)
- ΔΦΑ : /i.ɾa.ˈsi.β̞le/ (Λατινική Αμερική)
Επίθετο επεξεργασία
irascible (es)
Πηγές επεξεργασία
- irascible - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014