invisibilité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- invisibilité < in- + visibilité
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.vi.zi.bi.li.te/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
invisibilité | invisibilités |
invisibilité (fr) θηλυκό
- η αορατότητα, η αφάνεια