invent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | invent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | invents |
αόριστος | invented |
παθητική μετοχή | invented |
ενεργητική μετοχή | inventing |
Ρήμα επεξεργασία
invent (en)
- εφευρίσκω, επινοώ, σκαρφίζομαι
- εφευρίσκω ψέματα, σκαρφίζομαι, πλάθω δικαιολογίες, μηχανεύομαι