Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας introduce
γ΄ ενικό ενεστώτα introduces
αόριστος introduced
παθητική μετοχή introduced
ενεργητική μετοχή introducing

  Ρήμα επεξεργασία

introduce (en)

  1. συστήνω
  2. εισάγω, βάζω, κάνω κάτι διαθέσιμο για χρήση, συζήτηση κτλ. για πρώτη φορά
    I introduce goods into new markets.
    Βάζω εμπορεύματα σε νέες αγορές.

  Πηγές επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

introduce (ro)

Συγγενικά επεξεργασία