intestin
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
intestin (fr) αρσενικό (πληθυντικός: intestins)
- το έντερο
- intestin grêle λεπτό έντερο
- gros intestin παχύ έντερο
Επίθετο επεξεργασία
intestin (fr) αρσενικό, intestine θηλυκό (πληθυντικός: intestins αρσενικό, intestines θηλυκό)
- εσωτερικός, που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο
- (μεταφορικά) που γίνεται μέσα σε μια κοινωνία
- guerre intestine, querelle intestine εσωτερική διαμάχη
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
έννοια 2 → δείτε τη λέξη civil