Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Επίρρημα επεξεργασία

interestingly (en)

  • ενδιαφέρον παρουσιάζει το (γεγονός) ότι ...
  • (μεταφραστική επιλογή - μη ακριβής) περιέργως