instable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- instable < λατινική instabilis
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
instable | instables |
instable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
instable | instables |
instable (fr) αρσενικό ή θηλυκό