Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɪn.flu.əns/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
influence influences

influence (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιρροή, η επίδραση που έχει κάποιος ή κάτι σε ένα άτομο ή πράγμα
    I have a good/bad influence on someone.
    Έχω καλή/κακή επιρροή πάνω σε κάποιον.
    under the influence of drugs/alcohol - υπό την επίδραση ναρκωτικών/οινοπνευματωδών
    When the influence of the medicine wore off…
    Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη effect
  2. (μη μετρήσιμο) η επιρροή, η δύναμη που έχει κάποιος ή κάτι για να κάνει κάποιον ή κάτι να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο
    I will use my influence on him to find you a job.
    Θα χρησιμοποιήσω την επιρροή μου πάνω του για να σου βρω δουλειά.
    He is a man of influence.
    Είναι άνθρωπος με επιρροή.
    He has a lot of influence on the President.
    Έχει μεγάλη επιρροή στον Πρόεδρο.
     συνώνυμα:  clout και pull

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας influence
γ΄ ενικό ενεστώτα influences
αόριστος influenced
παθητική μετοχή influenced
ενεργητική μετοχή influencing

influence (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
influence influences

influence (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη influer