indulgence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
indulgence (en)
- η ανεκτικότητα
- η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών κάποιου
- (θρησκεία) η άφεση των αμαρτιών, το συγχωροχάρτι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.dyl.ʒɑ̃s/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
indulgence | indulgences |
indulgence (fr) θηλυκό