Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

indubitably < indubitable + -ly

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɪnˈdju.bɪ.tə.bli/
ΔΦΑ : /ɪnˈdu.bɪ.tə.bli/ (ΗΠΑ)

  Επίρρημα επεξεργασία

indubitably (en)

Συνώνυμα επεξεργασία