indiscreet
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
indiscreet (en)
- αδιάκριτος
- αυτός που δεν προσέχει την συμπεριφορά του ή τα λόγια του με αποτέλεσμα να προσβάλλει να προκαλεί ενόχληση στους άλλους
- his indiscreet glance at his wristwatch annoyed his interlocutors