Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

indelible < λατινικά: indelebilis ‎(“άφθαρτος”)

  Προφορά επεξεργασία

/ɪnˈdɛləbl/

  Επίθετο επεξεργασία

indelible (en)

  1. ανεξίτηλος, ανεξάλειπτος
    indelible stain, trace, memory
  2. που δεν μπορεί να ακυρωθεί

Παράγωγα επεξεργασία