Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

importance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η σημασία, η σπουδαιότητα
    The issue doesn’t have much importance.
    Το θέμα δεν έχει πολλή σημασία.
    What’s the importance of him being alone or not?
    Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
    Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
     συνώνυμα:  anything και significance

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

importance (fr) θηλυκό