Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
importable importables

  Επίθετο επεξεργασία

importable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εισαγώγιμος
  2. που δεν μπορεί να φορεθεί