importable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
importable | importables |
Επίθετο επεξεργασία
importable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- εισαγώγιμος
- που δεν μπορεί να φορεθεί
ενικός | πληθυντικός |
importable | importables |
importable (fr) αρσενικό ή θηλυκό