Δείτε επίσης: imbecile

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

imbécile (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
imbécile imbéciles

imbécile (fr)

  1. o βλάκας, o ηλίθιος, το κορόιδο, ο κουτεντές
  2. (παρωχημένο) άτομο που έχει καθηλωθεί η νοητική του εξέλιξη στην παιδική ηλικία

Συγγενικά επεξεργασία