Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

imagination (en)

  • (μη μετρήσιμο) η φαντασία, η ικανότητα να έχει νέες και συναρπαστικές ιδέες
    It requires imagination to make such beautiful things.
    Θέλει φαντασία για να φτιάξεις τόσο ωραία πράγματα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία