illisible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
illisible | illisibles |
Επίθετο επεξεργασία
illisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δυσανάγνωστος, που δεν μπορεί να διαβαστεί
ενικός | πληθυντικός |
illisible | illisibles |
illisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό