Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ignifuge < igni- + -fuge

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iɲifyʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ignifuge ignifuges

ignifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό