ido
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ido (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ido | idoj |
αιτιατική | idon | idojn |
ido (eo)
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ido (es)
- μετοχή του ρήματος ir
Ίντο (io) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ίντο