Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

idiome < λατινική idioma

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.djom/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
idiome idiomes

idiome (fr) αρσενικό

  1. η γλώσσα ενός λαού
  2. το γλωσσικό ιδίωμα