Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hussard < (άμεσο δάνειο) γερμανική Husar < ουγγρική huszár (ιππέας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʔy.saʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hussard hussards

hussard (fr) αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • à la hussarde: λέγεται για κάποιο φέρσιμο ή κάποια πράξη που γίνεται χειμαρρωδώς και χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • hussard στη γαλλική Βικιπαίδεια