hospice
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hospice | hospices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
hospice (en)
- (το) άσυλο ανιάτων
- (θρησκεία) (το) αρχονταρίκι] λίγων ή πολλών δωματίων για προσκυνητές ή o πτωχοκομικός ξενώνας
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hospice | hospices |
hospice (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) κτήριο στο οποίο φιλοξενούνται ταξιδιώτες και προσκυνητές