Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
horaire horaires

horaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
horaire horaires

horaire (fr) αρσενικό

Il a un horaire chargé. Έχει ένα φορτωμένο ωράριο.