Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
homeland homelands

  Ετυμολογία επεξεργασία

homeland < home + land

  Ουσιαστικό επεξεργασία

homeland (en)

  • η πατρίδα
    He wrote a short history on his particular homeland.
    Έγραψε μια σύντομη ιστορία της ιδιαίτερής του πατρίδας.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία