Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔ.me.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
homélie homélies

homélie (fr) θηλυκό