Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
holding holdings

holding (en)

  • οι μετοχές, έναν αριθμό μετοχών που έχει κάποιος σε μια εταιρεία
    I have a holding/holdings in that company.
    Έχω μετοχές σε αυτή την εταιρεία.

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

holding (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʔɔl.diŋ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
holding holdings

holding (fr) αρσενικό