healthy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | healthy |
συγκριτικός | healthier / more healthy |
υπερθετικός | healthiest / most healthy |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
healthy (en)
- υγιής
- ↪ The doctor told me I am completely healthy.
- Ο γιατρός μου είπε ότι είμαι εντελώς υγιής.
- ↪ My neighbor is ninety five years old and is still healthy.
- Η γειτόνισσά μου είναι ενενήντα πέντε χρονών και είναι ακόμα υγιής.
- ↪ The doctor told me I am completely healthy.
- υγιεινός
- ↪ Why isn’t chocolate healthy?
- Γιατί δεν είναι υγιεινή η σοκολάτα;
- ↪ Why isn’t chocolate healthy?