Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

haven't < have + -n't (not)

  Ρήμα επεξεργασία

haven't (en)

  • δεν έχω
    I haven't seen the movie.
    Δεν έχω δει την ταινία.
    Why haven’t we accepted the situation?
    Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;