have
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | have |
γ΄ ενικό ενεστώτα | has |
αόριστος | had |
παθητική μετοχή | had |
ενεργητική μετοχή | having |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
have (en)
- έχω
- παίρνω, τρώω, πίνω ή καπνίζω κάτι
- ↪ I have breakfast.
- Παίρνω πρωινό.
- ↪ -“What will you have?” -“I’ll have a cognac.”
- -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
- ↪ I have breakfast.
- παίρνω, εκτελώ μια συγκεκριμένη ενέργεια
- ↪ Then I’ll have my bath and…
- Έπειτα παίρνω το μπάνιο μου και…
- ↪ Then I’ll have my bath and…
- βάζω, κάνω κάτι να γίνεται για μένα από κάποιον άλλο
- ↪ I had the house painted.
- Έβαλα να μου βάψουν το σπίτι.
- ↪ When did you have it cleaned?
- Πότε έβαλες και το καθαρίσαν;
- ↪ I had the house painted.
- θέλω, λέω ή κανονίζω να κάνει κάποιος κάτι
- ↪ Would you have me agree under these conditions?
- Θα ήθελες να συμφωνήσω κάτω απ' αυτούς του όρους;
- ↪ Would you have me agree under these conditions?
- (auxiliary verb, + παθητική μετοχή του ρήματος) φτιάχνει τον χρόνο ρήματος το present perfect (αντίστοιχο με τον ελληνικό παρακείμενο), δηλώνει κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υπάρχει στο παρόν
- ↪ I have found the child.
- Έχω βρει το παιδί.
- ↪ They have eaten all the food.
- Έχουν φάει όλο το φαγητό.
- ↪ I have found the child.
- (auxiliary verb, have to + απαρέμφατο του ρήματος) πρέπει να, οφείλω να
- → δείτε το ρήμα have to
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- have - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω