Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hardware (en)

  1. σιδηρικά, είδη κιγκαλερίας
  2. (πληροφορική) υλικό, υλισμικό[1]
    συντομογραφία: HW, hw, H/W[1]
  3. (αργκό) το σιδερικό (πιστόλι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • hardware στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «υλισμικό» από αναζήτηση «hardware» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.