hard copy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
hard copy (en)
- (πληροφορική) γραπτό αντίγραφο, υλικό αντίγραφο,[1] η εκτυπωμένη μορφή ενός ψηφιακού εγγράφου
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- hard copy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «γραπτό αντίγραφο» και «υλικό αντίγραφο» απόδοση του αγγλικού όρου «hard copy» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.