happen
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | happen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | happens |
αόριστος | happened |
παθητική μετοχή | happened |
ενεργητική μετοχή | happening |
Ετυμολογία επεξεργασία
- happen < < (κληρονομημένο) μέση αγγλική happenen < hap / happe + en < παλαιά νορβηγική happ < πρωτογερμανική **hampijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kob- (καλοτυχία, επιτυχία)
Ρήμα επεξεργασία
happen (en)
- (αμετάβατο) συμβαίνει, γίνομαι
- ↪ What happened next?
- Τι συνέβη/έγινε μετά;
- ↪ Tell me all that happened between you.
- Πες μου όλα όσα συνέβησαν μεταξύ σας.
- ↪ It happened like this.
- Συνέβη/Έγινε ως εξής.
- ↪ What has happened to her?
- Τι της έχει συμβεί;
- ↪ This happens rarely/often.
- Αυτό συμβαίνει σπάνια/συχνά.
- ↪ How did the accident happen?
- Πώς έγινε το ατύχημα;
- ↪ Examinations won’t happen this year.
- Δε θα γίνουν εξετάσεις φέτος.
- ≈ συνώνυμα: come, come about, go on, occur και take place
- ↪ What happened next?
- (μεταβατικό) συμβαίνει να, είμαι ή κάνω κάτι τυχαία
- ↪ I happened to meet him.
- Συνέβη να τον συναντήσω.
- ↪ It just so happens that I need money.
- Συμβαίνει να έχω ανάγκη χρημάτων.
- ↪ I happened to meet him.
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- happen - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 835. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμβαίνω