great
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | great |
συγκριτικός | greater |
υπερθετικός | greatest |
great (en)
- (ανεπίσημο) μεγάλος, πολύ καλός
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
- Έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο χθες.
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
- μεγάλος, μέγας
- σπουδαίος, σημαντικός
- ↪ The great doctor was a top student when he was a child.
- Ο σπουδαίος γιατρός ήταν κορυφαίος μαθητής όταν ήταν παιδί.
- ↪ The great doctor was a top student when he was a child.
Επίρρημα επεξεργασία
great (en) (χωρίς παραθετικά)