Ιταλικά (it) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grappa grappe

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡrap.pa/

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

grappa < πρωτογερμανική *krappō

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grappa (it) θηλυκό

  1. μεταλλική ράβδος λυγισμένη στα άκρα
  2. βραχίονας

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

grappa < λομβαρδική grapa

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grappa (it) θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία