Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grain grains

grain (en)

  1. (ΗΠΑ) τα δημητριακά (δεν έχει πληθυντικό)
  2. ο σπόρος δημητριακών
  3. ο κόκκος (άμμου, αλατιού κτλ.)
  4. τα νερά του ξύλου ή άλλου υλικού (μοτίβα)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grain grains

grain (fr) αρσενικό

  1. ο κόκκος
  2. το σπυρί, ο σπόρος
  3. η ρώγα
  4. η μπόρα, η λαίλαπα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Παλαιά γαλλικά (fro) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

grain

→ δείτε τη λέξη graim