gouaille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gouaille | gouailles |
gouaille (fr) θηλυκό
- το περίπαιγμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη gouailler
ενικός | πληθυντικός |
gouaille | gouailles |
gouaille (fr) θηλυκό