Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gibberish (en)

  1. ασυναρτησία, φράσεις ή ήχοι δίχως νόημα, άρες μάρες, αρλουμπολόγημα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

gibberish (en)

  1. ασυνάρτητος, αρλουμπολόγος (και παπάρας όμως η λέξη παπάρας εμφανίζει ευρύτερη νοηματική αντιπροσώπευση)