Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

gewohnt (de)

etwas gewohnt sein - είμαι συνηθισμένος σε κάτι

Κλίση επεξεργασία

  Μετοχή επεξεργασία

gewohnt (de)