Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gender genders

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gender (en)

  1. το σύνολο των κοινωνικών χαρακτηριστικών του φύλου, αρσενικού ή θηλυκού
  2. (γραμματική) το γένος