Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
gear
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Παράγωγα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
gear
gears
Ουσιαστικό
επεξεργασία
gear
(en)
η
ταχύτητα
(
μη
μετρήσιμο
) ο
εξοπλισμός
↪
climbing
gear
- ορειβατικός
εξοπλισμός
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
equipment
Παράγωγα
επεξεργασία
gear up
Πηγές
επεξεργασία
gear
-
Oxford Learner's Dictionaries