Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gear gears

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gear (en)

  1. η ταχύτητα
  2. (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός
    climbing gear - ορειβατικός εξοπλισμός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη equipment

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία