Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

further (en) (χωρίς παραθετικά)

  • περισσότερος, άλλος
    for further information - για περισσότερες πληροφορίες
    without further ado - χωρίς άλλη συζήτηση

  Επίρρημα επεξεργασία

further (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (συγκριτικός βαθμός του far) μακρύτερα, πιο, άλλο, ακόμη, σε μεγαλύτερη φυσική ή χρονική απόσταση
    Only 5% of married people live further than their paternal homes.
    Μόνο το 5% των παντρεμένων ζουν μακρύτερα από τις πατρικές εστίες.
    further down/further forward/further outside - πιο κάτω/πιο μπροστά/πιο έξω
    further behind/further up - πιο πίσω/πιο πάνω
    I can’t go any further.
    Δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο.
    The car doesn’t go back any further.
    Δεν πάει άλλο πίσω το αυτοκίνητο.
    Don’t go any further, that’s enough.
    Μην προχωρείς άλλο, αρκετά.
    Can you walk a little further?
    Μπορείτε να περπατήσετε λίγο ακόμη.
    A little further down you will find the answer.
    Λίγο παρακάτω θα βρεις την απάντηση.
     συνώνυμα: farther
  2. περαιτέρω, σε μεγαλύτερο βαθμό
    Go no further into this matter.
    Μην προχωρείς περαιτέρω στο θέμα!
  3. (επίσημο) επιπλέον
    I don’t like it; further, it is too expensive.
    Δε μ’αρέσει, επιπλέον είναι πολύ ακριβό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally

Παράγωγα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας further
γ΄ ενικό ενεστώτα furthers
αόριστος furthered
παθητική μετοχή furthered
ενεργητική μετοχή furthering

further (en)

  • (μεταβατικό) εξυπηρετώ, προάγω, βοηθώ κάτι να αναπτυχθεί ή να έχει επιτυχία
    He’s furthering his interests.
    Εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
    They furthered the cause of peace.
    Προήγαγαν την υπόθεση της ειρήνης.

  Πηγές επεξεργασία