foot
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
foot | feet |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό επεξεργασία
foot (en)
- το πόδι, το τμήμα κάτω από τον αστράγαλο
- ↪ His foot slipped and he fell.
- Το πόδι του γλίστρησε κι έπεσε.
- ↪ His feet smell.
- Τα πόδια του μυρίζουν.
- ↪ Don’t step with dirty feet on the carpet.
- Μην πατάς με βρόμικα πόδια στο χαλί.
- ↪ His foot slipped and he fell.
- το κάτω μέρος, η ρίζα ενός βουνού, το χαμηλότερο μέρος του κάτι· η βάση του κάτι
- ↪ the foot of a page - το κάτω μέρος μιας σελίδας
- ↪ They made their way down to the foot of the mountain.
- Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
- ↪ the foot of a wall/ladder - η βάση τοίχου/σκάλας
- η άκρη, η πιο μακρινή ή χαμηλότερη άκρη κάτι
- ↪ the foot of the bed - η άκρη του κρεβατιού
- το πόδι ενός αντικειμένου
- one of the chair's feet was broken
- (μονάδα μέτρησης μήκους) το πόδι
- there are three feet in a yard, and a little more than three feet in a meter
- μια ομάδα συλλαβών από ένα στίχο που ακολουθεί ένα μέτρο
- το κατώτερο μέρος, π.χ. ενός βουνού ή μιας σελίδας
- το μέρος ενός κρεβατιού, τάφου, κλπ στο οποίο βάζει κανείς τα πόδια
- the dog lay at the foot of the bed sleeping
Εκφράσεις επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
foot (fr) αρσενικό
- (οικείο) το ποδόσφαιρο
- jouer au foot - παίζω ποδόσφαιρο