Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
foot feet
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

foot (en)

  1. το πόδι, το τμήμα κάτω από τον αστράγαλο
    His foot slipped and he fell.
    Το πόδι του γλίστρησε κι έπεσε.
    His feet smell.
    Τα πόδια του μυρίζουν.
    Don’t step with dirty feet on the carpet.
    Μην πατάς με βρόμικα πόδια στο χαλί.
  2. το κάτω μέρος, η ρίζα ενός βουνού, το χαμηλότερο μέρος του κάτι· η βάση του κάτι
    the foot of a page - το κάτω μέρος μιας σελίδας
    They made their way down to the foot of the mountain.
    Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
    the foot of a wall/ladder - η βάση τοίχου/σκάλας
  3. η άκρη, η πιο μακρινή ή χαμηλότερη άκρη κάτι
    the foot of the bed - η άκρη του κρεβατιού
  4. το πόδι ενός αντικειμένου
    one of the chair's feet was broken
  5. (μονάδα μέτρησης μήκους) το πόδι
    there are three feet in a yard, and a little more than three feet in a meter
  6. μια ομάδα συλλαβών από ένα στίχο που ακολουθεί ένα μέτρο
  7. το κατώτερο μέρος, π.χ. ενός βουνού ή μιας σελίδας
  8. το μέρος ενός κρεβατιού, τάφου, κλπ στο οποίο βάζει κανείς τα πόδια
    the dog lay at the foot of the bed sleeping

Εκφράσεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

foot < αγγλική football

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

foot (fr) αρσενικό

jouer au foot - παίζω ποδόσφαιρο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία