Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fling flings

fling (en)

  1. ανάπαυλα, περίοδος χωρίς σκοτούρες
  2. η φάση, βραχυχρόνια σεξουαλική σχέση
    He had a fling with her friend at a party.
    Είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fling
γ΄ ενικό ενεστώτα flings
αόριστος flung
παθητική μετοχή flung
ενεργητική μετοχή flinging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fling (en)

  1. (μεταβατικό) εκσφενδονίζω, πετάω ή σπρώχνω κάποιον ή κάτι με δύναμη, ειδικά επειδή είμαι θυμωμένος ή με απρόσεκτο τρόπο
    He flung his hat in the air.
    Εκσφενδόνισε το καπέλο του στον αέρα.
    The children flung rocks across the surface of the sea.
    Τα παιδιά πετούσαν πέτρες στην επιφάνειας της θάλασσας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw
  2. (μεταβατικό) πετιέμαι, ρίχνω, κινούμαι ξαφνικά με δύναμη
    He was flung six meters away by the explosion.
    Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη.
    He was flung into prison.
    Τον ρίξανε στη φυλακή.
    He flung himself at the burglar.
    Ρίχτηκε εναντίον του διαρρήκτη.
  3. (μεταβατικό) πετάω βρισιά, πετάω κατάμουτρα, ρίχνω, λέω κάτι σε κάποιον με επιθετικό τρόπο
    I fling insults at someone.
    Πετώ βρισιές σε κάποιον.
    I am flinging an accusation at someone.
    Πετάω κατάμουτρα μια κατηγορία.
    She flung the truth/an accusation in his face.
    Του έριξε κατά πρόσωπο την αλήθεια/μια κατηγορία.
     συνώνυμα: hurl

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία